φουκουϊερία

φουκουϊερία
και φουκίερία και φουκιέρα, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας φουκουϊερίδες, που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fouquieria, από το όν. τού Γάλλου γιατρού Pierre Eloi Fouquier].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουκουϊερίδες — και φουκιερίδες, οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη φουκουϊερία και ίντρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fouquieriaceae < fouquieria (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • φουκιερία — η, Ν βοτ. βλ. φουκουϊερία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”